- σερβοκινητήρας
- ο, Νκινητήρας που χρησιμοποιείται σε διατάξεις αυτόματου ελέγχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servomoteur < servir «υπηρετώ» + moteur «κινητήρας» (βλ. λ. μοτέρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σερβομηχανισμός — Μηχανικό σύστημα, στο οποίο ένα ορισμένο μέγεθος μηχανικής φύσης (μέγεθος εξόδου ή έξοδος) εξαρτιέται, δηλαδή ακολουθεί πιστά τις μεταβολές ενός άλλου μεταβλητού μεγέθους (μέγεθος εισόδου ή είσοδος). Γι’ αυτό το σκοπό ο σ. συγκρίνει την τρέχουσα… … Dictionary of Greek
σερβομοτέρ — το, Ν ναυτ. κάθε βοηθητικό κινητήριο μηχάνημα που βρίσκεται σε πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servomoteur (βλ. σερβοκινητήρας)] … Dictionary of Greek